- δοντόπονος
- ο1. ο πονόδοντος.2. μτφ., κρυφός έρωτας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοντόπονος — ο 1. πονόδοντος 2. ανεκδήλωτο ερωτικό αίσθημα … Dictionary of Greek